ὀρώδους

ὀρώδους
ὀρώδης
mountainous
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… …   Dictionary of Greek

  • ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… …   Dictionary of Greek

  • περιορχίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού ορώδους χιτώνα που περιβάλλει τους όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periorchitis (< περι * + όρχις + επίθημα ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • υδροκήλη — η / ὑδροκήλη, ΝΑ ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα τού ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα τού όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • υδροπερικάρδιο — το, Ν ιατρ. συλλογή ορώδους, μη φλεγμονώδους, υγρού μέσα στο περικάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropericardium (< υδρ[ο] * + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • υδροσαρκοκήλη — η, Ν ιατρ. εξόγκωση τού όρχεως με συλλογή ορώδους υγρού, σαρκοκήλη με υδροκήλη …   Dictionary of Greek

  • ύδραρθρο — το, και ύδραρθρος, ο, Ν ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού σε αρθρική κοιλότητα, που προκαλείται από κακώσεις ή από λοιμώξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrarthus (< υδρ[ο] * + άρθρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • υδρωπικία — η συγκέντρωση ορώδους υγρού σε κοιλότητα ορογόνων υμένων του σώματος ή μεταξύ των στοιχείων του υποδόριου συνδετικού ιστού, που προκαλεί πρήξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”